-
1 στέρφος
Grammatical information: n.Meaning: `skin, fur, hull' (A. R., Lyc., AP).Compounds: Compp. στερφό-πεπλος `with a πέπλος made of skin' (Lyc.); uncertain μελά\<ν\>- στερφος `with a black skin' (A. Fr. 370 = 721 M.).Derivatives: στερφίνα δερματίνη. οἱ δε δέρματα ὄνεια... H.; cf. στέρφνιον σκληρόν, στερεόν H. (on the meaning below). Denom. verb στερφ-όω `to dress with skins' (sch.) with - ωτῆρα acc. `dressed in skins' (Ibyc.: στερφοῦσθαι, s. Wackernagel Unt. 256); also στρέφωσις (for στέρφ-?) κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη H.Etymology: On the anlaut στ- στέρφος τ- cf. ( σ)τέγος a.o. (Schwyzer 334); for the formation εἶρος, δέρος, πέκος a.o. - Without immediate agreement outside Greek. Usually connected with the group of στερεός (s. v.); cf. βοέῃς... στερεῃ̃σι Il., στερεὰ δέρματα Pl.; Persson Beitr. 1, 432 with several formal cognates in Slav., Germ. and Celt., e.g. Russ. stérbnutь `become solid, hard, get fixed, die off', OWNo. stjarfi m. `lockjaw, tetanus', stirfinn `stubborn', OHG sterban `die' (from *'get stiff'), MIr. ussarb (\< * ud-sterbhā), srebann m. `skin, στέρφος' (Vendryes WuS 12, 244) etc., which can all come from IE * sterbh-(strebh-), s. WP. 2, 631 (after Persson Beitr. 1, 435ff.), Pok. 1024f., Vasmer s. v.; to this also W.-Hofmann s. stirps and torpeō; everywhere w. further forms a. rich lit. Older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,792Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέρφος
-
2 στερεός
A firm, solid,σ. λίθος ἠὲ σίδηρος Od.19.494
;βοέαι Il.17.493
; αἰχμὴ σ. πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.1.52, cf. 183;ἕρμα σ. γῆς E.Hel. 854
, cf. X.Cyn.9.16;γῆ σ. καὶ ἀδιάλυτος Epicur.Nat.14.2
; τὰ -ώτερα τῶν ὀστέων, opp. τὰ ἀραιότερα, Hp.Fract.33; τὸ ς., opp. κενόν, Democr. ap. Arist.Ph. 188a22, Metaph. 985b7; opp. μαλθακός, Pl.Phdr. 239c; κυσὶ σ. καὶ ἰσχνοῖς, opp. προβάτοις πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, Id.R. 422d;ἀθλητής D.L.2.132
;βραχίονες Theoc.22.48
; ; ; σ. κέρας solid, opp. κοῖλον, Arist.HA 500a6;σ. κάλαμος Thphr.HP4.11.10
; στερεὰ τροφή solid food, D.S.2.4, Ep.Hebr.5.12, Arr.Epict.2.16.39 ([comp] Comp.); τὸ σ. σῶμα, opp. ὁ χυλός, Gal.15.463; σ. κοιλίη costive, Hp.Acut. (Sp.) 56. Adv. - ρεῶς firmly, fast,κατέδησαν Od.14.346
;ἐντέτατο Il.10.263
; νῶτα.. ἑλκόμενα ς., of wrestlers, 23.715.b of money, standard, of full value, D 20 (Delph., ii B.C.); so perh. of sums due in kind,πυροῦ στερεοῦ PRein.8.5
(ii B.C.), al.; and of linear and square measures, τῆς προσούσης αὐλῆς πηχῶν σ. ὀκτὼ τὸ ἐπιβάλλον αὐτῷ μέρος ἥμισυ πήχεις σ. τέσσερας eight (four) standard cubits, PStrassb.87 (ii B.C.), cf. PLond.3.1024.19 (ii B.C.); πόδες ς. standard feet, Milet.7p.59 ([place name] Didyma); μέτρημα ς. Supp.Epigr.4.446.11 (ibid, iii/ii B.C.).c ὠρύγη ποταμὸς ἐπὶ τὰ τρία ς. the ditch was restored by digging to its three normal dimensions, OGI672 (Canopus, i A.D.), cf. 673, where the Latin version has at tria soldu (m).2 metaph., stiff, stubborn, στερεοῖς ἐπέεσσι, opp. μειλιχίοις, Il.12.267;κραδίη -ωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od.23.103
. Adv.-ρεῶς, ἀποειπεῖν Il.9.510
, cf. 23.42.3 later, hard, stubborn, cruel,πῦρ Pi.O.10(11).36
;ὀδύναι Id.P.4.221
; (anap.);ἁμαρτήματα S.Ant. 1262
(lyr.); ;οὕτω σ. <τι> πρᾶγμα θερμόν ἐσθ' ὕδωρ Antiph.245
;σ. φωνή Tryph.490
; τοῦτο ἤδη -ώτερον harder, more difficult, Pl.R. 348e.4 of language, τὸ εὔτονον καὶ ς. solidity, D.H.Din.8;ποιήματα Phld.Po.5.5
, cf. 4 ([comp] Sup.).5 σ. ζῴδια, i.e. productive of settled conditions, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.100.17, Ptol.Tetr.32, PMag.Lond.46.47.II of bodies and quantities, solid, cubic, opp. ἐπίπεδος (plane), Pl.Phlb. 51c; σ. γωνία a solid angle, Id.Ti. 54e sq., cf. Euc. 11 Def.11;σ. πῆχυς POxy.669.7
(iii A.D.); σ. ἀριθμός a cubic number, Arist.Pol. 1316a8; τὰ ς. cubic numbers, representing bodies of three dimensions, Pl.Tht. 148b: dat. sg. in the third power,Theol.Ar.
4. (Cf. Skt. sthirás 'firm, hard, solid', OHG. star 'rigid', OE. starian 'stare fixedly'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεός
См. также в других словарях:
στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek